Ο απίθανος κύριος Κωλέττης

Published on 10 October 2025 at 22:15

Η εφημερίδα των Αθηνών ΕΛΠΙΣ στο φύλλο της 25 Ιουνίου 1845 δίνει μια σύντομη  αλλά πετυχημένη περιγραφή  του Ιωάννη Κωλέττη: «Το ελληνικό ένδυμα του κ.Κωλέττη, το γιγαντιαίο ανάστημά του, το πελώριο κεφάλι του, οι ουρές που τον ακολουθούν κατά πόδας  (δηλ. οι διάφοροι συνοδοί του), το μεγάλο πλήθος ατόμων με διάφορα αιτήματα που συσσωρεύονται καθημερινά στην οικία του, θα μπορούσαν να κάμουν κάποιον να πιστέψει ότι,  ο Κωλέττης είναι ο μέγας πολιτικός της Ελλάδος». Η αντιπολιτευόμενη με σφοδρότητα τον Ηπειρώτη πολιτικό εφημερίδα Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ σπεύδει να αποτρέψει την οποιαδήποτε πιθανότητα να συμβεί κάτι τέτοιο· στο φύλλο της 14 Ιουλίου 1845 τον περιγράφει με έντονη σκωπτική διάθεση ως κοινοβουλευτικό άνδρα: «Το πρωί της 11 Ιουλίου ο πρωθυπουργός εισέρχεται στο Βουλευτήριο. Η συμπεριφορά του είναι καθ’ υπερβολή αγέρωχη. Η κόμη του είναι με μεγάλη επιμέλεια κτενισμένη. Το πυραμιδοειδές φέσι του έχει την κλίση του κωδωνοστασίου της Πίζας. Κάθεται, και καθισμένος εκτοξεύει προς όλες τις διευθύνσεις της αίθουσας του Βουλευτηρίου βλέμματα λοξά αλλά και υπερήφανα. Για κάποιο λόγο, στηριζόμενος στην πλειονοψηφία του, την οποία θεωρεί περισσότερο από ποτέ σταθερή, παίζει το ρόλο επιτήδειου κωμικού. Μετά την ανάγνωση των πρακτικών, σηκώνεται και ανεβαίνει στο βήμα. Αρχίζει την ομιλία του, αλλά ποια ομιλία! Όλοι περίμεναν να τον ακούσουν να επιτίθεται στην αντιπολίτευση με αυστηρότητα και αξιοπρέπεια, αλλά αντί γιαυτό απολογείται με τρόπο γελοίο. Ο λόγος του είναι ασήμαντος, και όπως πάντα γεμάτος από ασυνταξίες και σολοικισμούς».

Την περισσότερο όμως ακριβή εικόνα του ως πολιτικού φιλοτεχνεί ένας άνθρωπος που τον γνώρισε καλά, ο Νικόλαος Δραγούμης, ο οποίος στις Αναμνήσεις του κάνει μια σπαρταριστή περιγραφή του ανδρός :

 «Στην οικία του, που βρισκόταν πλησίον του ναού του Ολυμπίου Διός, έβλεπες, αξημέρωτα ακόμα, μια σειρά ξαπλωμένων  ή καθισμένων φουστανελοφόρων, σε κάθε γωνιά του οικήματος, ακόμη και έξω από το υπνοδωμάτιο του πρωθυπουργού. Ήταν μάλιστα τόσο μεγάλο το πλήθος των παλικαριών, ώστε όταν ήθελες να ανέβεις ή να κατέβεις τη σκάλα  έπρεπε  να είσαι ιδιαίτερα προσεκτικός, ώστε να μην πατήσεις κανένα. Όταν έμπαινες έβλεπες τον πρωθυπουργό στην αίθουσα υποδοχής, συνήθως όρθιο, να καπνίζει  ένα μακρύ τσιμπούκι  και να ακούει με υπομονή τα διάφορα αιτήματα των πολιτών. Σ’όλους έδινε την ίδια απάντηση, πάντα με σοβαρότητα, αλλά και με κάποια αδιόρατη οικειότητα: «Έχεις δίκαιον, αγαπητέ. Εγώ γνωρίζω κάλλιστα και τας πατρικάς και τας προσωπι¬κάς σου υπηρεσίας και τα δικαιώματα της οικογενείας σου,  έσο ήσυχος· θα λάβω υπ’ όψιν την αίτησίν σου και θα σ’ ευ¬χαριστήσω.» Εδώ να σημειώσω ότι πολλές φορές ο αιτών ούτε πατέρα είχε που να πρόσφερε κάτι στην πατρίδα, αλλά ούτε και οικογένεια που να απόκτησε τέτοια δικαιώματα. Αλλά ήταν τόση η πειθώ της σύντομης απάντησής του ώστε όλοι αναχωρούσαν με την βεβαιότητα πως τα χρήματα ή και το δίπλωμα ευρίσκονται ήδη στις τσέπες τους ή ακόμη πως το παράσημο ήδη γυάλιζε στο στήθος τους. «Έλα, μου είπε κάποτε ο στρατηγός Θοδωράκης Γρίβας, να δεις τι θα κάμω σε αυτόν τον ψευταρά. Είκοσι τουλάχιστον φορές με γέλασε. Θα τον λούσω πατόκορφα και θα τον χαιρετήσω». Γεμάτος από οργή μπήκε στο ιδιαίτερο γραφείο του πρωθυπουργού. Όταν βγήκε με είδε και πάλι και μου είπε: «Πάλι με γέλασε ο μπαγάσας». «Τουλάχιστον τον έβρισες», τον ρώτησα  και μόλις που συγκρατούσα το γέλιο μου. «Μ’έπιασε με τα γλυκά λόγια,  απεκρίθει, και είμαι βέβαιος ότι ούτε μια λέξη αληθινή  δε ξεστόμισε».

Όταν στις 6 Αυγούστου 1844 ο Ιωάννης Κωλέττης  ορκίστηκε πρωθυπουργός    κατευθύνθηκε στο υπουργείο των Εσωτερικών, όπου και συναντήθηκε  με τον Νικόλαο Δραγούμη. Στη συζήτηση που ακολούθησε, την οποία διασώζει   στις Αναμνήσεις του ο Δραγούμης, ο Κωλέττης ανέπτυξε τις απόψεις του  «περί κυβερνητικού συστήματος»:

«Γνωρίζεις πολύ καλά ότι για το Σύνταγμα έχω την ίδια ακριβώς  άποψη με τον Μαυροκορδάτο· όπως και αυτός, έτσι  και εγώ πιστεύω  ότι, αφού  ψηφίστηκε  πρέπει να εφαρμοσθεί· διαφωνούμε μόνον ως προς τον τρόπον της εφαρμογής του. Από τις τελευταίες ενέργειες του προκατόχου μου συμπεραίνω ότι, αν και οι δύο μείναμε  τόσα έτη στην  Ευρώπη, αυτός μεν λησμόνησε την Ελλάδα, εγώ δε, αντίθετα, διδάχθηκα  να την κατανοώ καλύτερα από ό,τι προηγουμένως. Ο Μαυροκορδάτος θεώρησε την Ελλάδα Ευρώπη και απόδειξη αυτού είναι  η σύνθεση  της κυβέρνησης  του Μαρτίου 1844. Είδες πως τη σχημάτισε. Έστρεψε το βλέμμα στην αίθουσα και , αφού είδε  ανθρώπους να  φορούν βελάδες, να ομιλούν αγγλικά και γαλλικά, είπε: «Ιδού το ελληνικόν έθνος και κατ’ αυτώ γεννηθήτω το Υπουργείον μου». Αλλά , αγαπητέ, το ελληνικό έθνος δεν είναι αυτό που μαζεύεται  στην αίθουσα του Μαυροκορδάτου, αλλά αυτό που μαζεύεται  στην αίθουσα  του Κωλέττη. Το ελληνικό έθνος ούτε βελάδες φοράει, ούτε γαλλικά ή αγγλικά ομιλεί. Φοράει φουστανέλες, ομιλεί καμιά φορά  και αλβανικά και κουτσοβλάχικα, και διατηρεί  τα  ήθη της τυραννίας, τα οποία δεν θα εξαλειφθούν  μια και έξω· διότι, όσο και αν φωνάζουν οι λογιότατοι τα έθνη δεν αυτοσχεδιάζονται. Από αυτό  λοιπόν το έθνος , από  το έθνος της αίθουσάς μου, έπρεπε να επιλέξει τους  υπουργούς. Αλλά ενδέχεται να με ρωτήσεις:-Συ, Κωλέττη, τι προτιμάς; Την αίθουσα σου ή την αίθουσα του Μαυροκορδάτου;-Την αίθουσαν του Μαυροκορδάτου, θα σου αποκριθώ αμέσως. Τούτο είπα και στη Γαλλία [...]. Πλην σ'ερωτώ: -Τι πρόκειται να κυβερνηθεί , η ομάδα ή το έθνος; Αν πρόκειται να κυβερνηθεί το έθνος, πρέπει να έχει και κυβέρνηση εθνική, η οποία  προπάντων να μη αλλάζει συχνά  πυκνά, αλλά να διαρκεί, διότι το διαρκείν είναι ίσον προς το κυβερνάν. Και για να είναι  εθνική και να μη  μεταβάλλεται συνεχώς, πρέπει να εξέρχεται από τα  σπλάχνα του έθνους. Μήπως νομίζεις ότι δεν έχω και εγώ την ικανότητα και τη συνείδηση να διακρίνω   τον καλό από τον κακό, τον πεπαιδευμένο από τον απαίδευτο, τον τίμιο από τον άτιμο; Έχω, κύριε, και την μία και την άλλη, διότι και πατέρας χριστιανός με γέννησε και επιστήμη  σπούδασα και την Ευρώπη θαύμασα και την υπόληψή μου αγαπώ. Βεβαίως, προτιμώ να έχω εσένα, τον Σίμο, τον Αργυρόπουλο και άλλους σπουδαίους συναδέλφους· ακόμα, όμως,  και φωστήρες εμπειρίας και χρηστότητας αν θεωρηθείτε δεν έχετε την δύναμη να υποστηρίξετε την κυβέρνησή μου. Ούτε μία ψήφο διαθέτετε και, αν σε όλα τα συνταγματικά κράτη οι ψήφοι είναι αναγκαίες, στην Ελλάδα, στην οποία δεν εκτιμάται ακόμη η προσωπική αξία είναι απαραίτητες. [...] Ο επιδέξιος όμως κυβερνήτης μεταχειρίζεται με αυτόν τον τρόπο τα στοιχεία, τα οποία διαθέτει  ο τόπος, ώστε άλλα μεν να τα βελτιώσει, αυτά  δε που είναι ανεπίδεκτα βελτίωσης να τα συντρίψει εντός μερικών ετών  και τότε ας έλθετε εσείς  οι διακεκριμένοι άνδρες του Μαυροκορδάτου και ας  ευεργετήσετε την πατρίδα» .

Ο Κωλέττης για πολλά έχει κατηγορηθεί τόσο από τους συγχρόνους του, όσο και από τους ιστορικούς. Σε αρκετά  οι κατήγοροί του έχουν δίκιο στην κριτική που του ασκούν· τον αδικούν, όμως,  με τους αφορισμούς που εκτοξεύουν εναντίον του, γιατί δεν λαμβάνουν υπόψη τους πως ο Κωλέττης  ζώντας για αρκετά χρόνια στην αυλή του Αλή πασά στα Γιάννενα, γαλουχήθηκε σε ορισμένο τρόπο πολιτικής σκέψης, τον μόνο που θα του εξασφάλιζε την επιβίωσή του μέσα σ’αυτό το περιβάλλον. Κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι υπήρξε μια ισχυρή προσωπικότητα, η οποία διέθετε και πολιτική σκέψη  και την απαραίτητη αποφασιστικότητα να την μετουσιώνει σε δράση. Είναι ο πολιτικός  που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στην εποχή του είχε συγκεκριμένο όραμα για τον ελληνισμό και το μέλλον του, όπως καθολικά το παρουσίασε στην περίφημη ομιλία του προς τους πληρεξούσιους της Εθνοσυνέλευσης της 3ης Σεπτεμβρίου, την ομιλία που το όραμα, όχι αποκλειστικά δικό του, απέκτησε ονοματεπώνυμο: Μεγάλη Ιδέα.   

 

 

Ιωάννης Κωλέττης,1840, Ρομπέρτι Αλμπέρ- Λάδι σε μουσαμά, 237 x 153 εκ. Δωρεά Πολυτεχνείου (Εθνική Πινακοθήκη)