Σκέψεις που έχουν ως χρονική αφετηρία την 30η Οκτωβρίου 1918 (Ανακωχή του Μούδρου)
1.Μετά την συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας και την Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η κυβέρνηση Βενιζέλου διατήρησε με συνεχείς ανανεώσεις το ιδιότυπο καθεστώς έκτακτης ανάγκης [στρατιωτικός νόμος] και την ισχύ της Βουλής της 31ης Μαΐου 1915 με σειρά βασιλικών διαταγμάτων, σαφέστατα αντισυνταγματικών, μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου 1920. Αυτό συνετέλεσε στο να διατηρηθεί το έντονα διχαστικό κλίμα, στο οποίο βέβαια συντελούσε και η άλλη πλευρά, αλλά την πρωτοβουλία για τον τερματισμό του τον είχε η κυβέρνηση. Μετά την «διάλυση» της Βουλής των Λαζάρων ήρθησαν τα έκτακτα μέτρα και κηρύχθηκαν εκλογές, οι οποίες επειδή ακριβώς δεν είχε προηγηθεί μια περίοδος πολιτικής ομαλότητας διεξήχθησαν μέσα σε ακραία πολωτικό κλίμα.
Μετά την συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ενώ ο Βενιζέλος δικαίως είχε αναδειχθεί ως μια από τις επιφανείς προσωπικότητες του συμμαχικού στρατοπέδου, η κυβέρνησή του συνέχισε τον ανηλεή διωγμό των πολιτικών της αντιπάλων, αντί να επιδείξει μεγαθυμία και να οδηγήσει στην εθνική συμφιλίωση.
Την περίοδο 31/10/1918 μέχρι 31/10/1920 σημειώνονται οι εξής, καθαρά πολιτικής σκοπιμότητας, ενέργειες της κυβέρνησης σε βάρος των πολιτικών της αντιπάλων: 22 Ιανουαρίου 1919 προφυλακίζονται τα κατηγορούμενα μέλη της κυβέρνησης Σκουλούδη και δημεύεται η περιουσία τους, 8 Μαΐου 1919 αρχίζει στην αίθουσα της Βουλής η δίκη των μελών της κυβέρνησης Σκουλούδη-η δίκη μετά από λίγες συνεδριάσεις θα διακοπεί προσωρινά- στις 19 Ιουλίου 1919 έκτακτο στρατοδικείο σκοπιμότητας καταδικάζει τους επιφανείς κωνσταντινικούς Κωνσταντίνο Έσσλιν, πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Ιωάννη Σαγιά, πρόεδρο των Επιστράτων, Σπύρο Μερκούρη, πρώην δήμαρχο Αθηναίων και Γεώργιο Πεσματζόγλου σε θάνατο για εσχάτη προδοσία. Ο Έσσλιν θα πεθάνει τον Ιανουάριο του 1920 στη φυλακή, ενώ οι υπόλοιποι τελικώς δεν εκτελέστηκαν. Στις 20 Ιανουαρίου 1920 στη διάρκεια συζήτησης στην Βουλή ο πρωθυπουργός Βενιζέλος θεώρει άκαιρο κάθε προσπάθεια συνδιαλλαγής εκείνη τουλάχιστον την στιγμή με την αντίπαλη πολιτική παράταξη. Η πρόταση είχε γίνει από μερικούς βουλευτές λίγο μετά τον θάνατο του Σ. Λάμπρου και του Κ. Έσσλιν, επιφανών κωνσταντινικών, οι οποίοι παρά το προχωρημένο της ηλικίας τους είχαν ταλαιπωρηθεί από τις δικαστικές διώξεις που τους είχε υποβάλλει η κυβέρνηση Βενιζέλου. Στις 31 Ιουλίου 1920 δολοφονείται από φανατικούς βενιζελικούς, οι οποίοι είχαν επικεφαλής τον Παύλο Γύπαρη ο Ίων Δραγούμης. Η διαταγή για την δολοφονία του Δραγούμη δόθηκε τηλεφωνικώς στον Γύπαρη από σημαίνον πρόσωπο των Φιλελευθέρων του οποίου η ταυτότητα στην διεξαχθείσα μετά από έξι και πλέον μήνες δίκη των φυσικών αυτουργών δεν αποκαλύφθηκε. Παράλληλα με αυτές της δίκες επιφανών προσωπικοτήτων διεξήχθησαν πολλές δίκες κατώτερων στελεχών της αντίπαλης παράταξης.
2.Ταύτισε την επιτυχία των εθνικών στόχων αποκλειστικά με την αγγλική κυρίως διπλωματία, όπως αυτή εκφραζόταν από την κυβέρνηση του Λόυδ Τζωρτζ και λιγότερο την γαλλική διπλωματία. Η επιλογή αυτή είχε κάποια αξία εφόσον ο Γουόντρου Ουίλσον (Wilson) ήταν πρόεδρος των Η.Π.Α. και υποστήριζε την αρχή της αυτοδιάθεσης, όταν κέρδισαν τις εκλογές οι Ρεπουμπλικάνοι, τότε η αμερικανική πολιτική μεταστράφηκε άρδην, οι Βρετανοί έμειναν, ιδιαίτερα μετά την ήττα του Briand στις γαλλικές εκλογές, μόνοι τους για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους στην Ανατολή.
3.Οι Τούρκοι εθνικιστές γύρω από τον Κεμάλ οργανώθηκαν και ισχυροποιήθηκαν την κρίσιμη περίοδο 1918-1920 και η ελληνική κυβέρνηση δεν έκανε κάτι σε πολιτικό επίπεδο για να μειώσει ή να εξουδετερώσει τον κίνδυνο , αντίθετα με τις ενέργειές της, ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της Σμύρνης και τα θλιβερά γεγονότα που την συνόδεψαν, συντέλεσε με τα ασύγγνωστα λάθη που διαπράχθηκαν, στην συσπείρωση σε ένα ενιαίο κίνημα της εναντίον του σουλτάνου αντιπολίτευσης.
4. Παρά την ατυχή απόφαση της συμμετοχής στην εκστρατεία της Ουκρανίας, η οποία εξέθεσε τις ελληνικές παροικίες στα μάτια των Μπολσεβίκων, στη συνέχεια δεν προσπάθησε να αυτονομηθεί από την πολιτική των δυνάμεων της Αντάντ απέναντι στα Σοβιέτ, πράγμα που έκανε με πολύ μεγάλη επιτυχία η εθνικιστική αντιπολίτευση στην Τουρκία.
5. Δεν εκτιμήθηκαν ορθά στη διατύπωση των ελληνικών διεκδικήσεων οι δυνάμεις που διέθετε το έθνος ώστε να μπορέσει να τις κατοχυρώσει, αλλά, επίσης, δεν εκτιμήθηκαν οι σοβούσες αντιθέσεις και τα ιδιαίτερα συμφέροντα ανάμεσα στις δυνάμεις της Αντάντ. Όπως εκ των υστέρων βεβαίως αποδεικνύεται η περίπτωση της εξασφάλισης της Ανατολικής Θράκης και η διεθνοποίηση της Σμύρνης υπό την ψιλή κυριαρχία της Τουρκίας με ταυτόχρονη διασφάλιση της προστασίας των μειονοτήτων πιθανόν να ήταν οι πλέον ρεαλιστικές λύσεις.
6. Είναι απορίας άξιο πως ο ιδιαίτερα οξυδερκής διπλωμάτης Βενιζέλος δεν εκτίμησε ορθά την περίπτωση του Κεμάλ. Ήταν φανερό ήδη από τις αρχές του 1920 πως νικητής την Καλλίπολης ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης του Τούρκων εθνικιστών και ο νέος και πλέον σοβαρός αντίπαλος για τις ελληνικές επιδιώξεις στην περιοχή. Ο Βενιζέλος επιπρόσθετα υπερεκτίμησε τον βρετανικό παράγοντα και έδωσε μεγάλο βάρος στην στενή σχέση που είχε με τον Βρετανό πρωθυπουργό Λόυδ Τζωρτζ. Τα δύο αυτά στοιχεία σε συνδυασμό με την έξαρση της στιγμής από το διαφαινόμενο διπλωματικό θρίαμβο δεν επέτρεψαν στην ελληνική εξωτερική πολιτική να προσαρμοστεί ρεαλιστικά στην διαμορφούμενη κατάσταση και όχι στην επιφαινόμενη.
7. Ο Βενιζέλος έδειξε ασύγγνωστη καθυστέρηση στο ζήτημα της αντιμετώπισης της χηρείας του θρόνου μετά τον θάνατο του βασιλιά Αλεξάνδρου, όπως εξάλλου και ο ίδιος παραδέχτηκε. Έπρεπε να προχωρήσει σε απευθείας συνομιλίες, μετά από μιας εύλογης διάρκειας αναβολή των εκλογών, με τη σύμφωνη γνώμη των συμμάχων, με τον διάδοχο Γεώργιο ή τον Παύλο για την πλήρωση του θρόνου. Ίσως, όμως, με τον ορισμό του Κουντουριώτη ως αντιβασιλέα, επιδίωκε μετά την νίκη του στις εκλογές του Νοεμβρίου να προχωρήσει μέσω δημοψηφίσματος σε πολιτειακή αλλαγή και ανακήρυξη της δημοκρατίας, χρησιμοποιώντας για αυτό τον σκοπό την αίγλη του νικητή των εκλογών. Επιδίωκε έτσι την αποκλειστική διαχείριση του εθνικού ζητήματος, ώστε απελευθερωμένος από τον έλεγχο μιας ενωμένης αντιπολίτευσης που την ύπαρξή της στήριζε στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου, να μπορέσει να προχωρήσει στις αναγκαίες υποχωρήσεις για την εμπέδωση της σταθερότητας στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
8. Οι κυβερνήσεις που προήλθαν από τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 ενώ προεκλογικά ισχυρίζονταν πως θα προχωρήσουν σε μερική αποστράτευση και επαναδιαπραγμάτευση της συνθήκης των Σεβρών, αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας έκαναν ακριβώς τα αντίθετα αθετώντας την υπόσχεσή τους. Προσπάθησαν να υλοποιήσουν μια πολιτική στην οποία δεν πίστευαν, είτε γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα θεωρούνταν προδότες, είτε γιατί κινδύνευαν από κάποιο στρατιωτικό πραξικόπημα που θα τους ανέτρεπε, είτε γιατί πείστηκαν από διαβεβαιώσεις, προφορικές περισσότερο, της Μεγάλης Βρετανίας πως η χώρα αυτή θα συνέχιζε να υποστηρίζει την στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδος στην περιοχή.
9. Η κυβέρνηση Ράλλη που ανέλαβε την εξουσία μετά τις εκλογές αντίθετα υλοποίησε μια άλλη προεκλογική υπόσχεσή της, την επαναφορά στο θρόνο του βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄, αν και γνώριζε πως μια τέτοια ενέργεια θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις στις σχέσεις της χώρας με τις δυνάμεις της Αντάντ. Η επάνοδος στο θρόνο του Κωνσταντίνου υπήρξε η τέλεια αφορμή για την Γαλλία και την Ιταλία και εν μέρει για την Μεγάλη Βρετανία να απεμπλακούν από οποιαδήποτε υποχρέωσή της απέναντι στην μαχόμενη Ελλάδα. Η κυβέρνηση αυτή θα μπορούσε να επιτύχει αυτό που δεν έκανε ή δεν πρόλαβε να κάνει ο Βενιζέλος να ανεβάσει, δηλαδή, στον θρόνο τον πρίγκιπα Γεώργιο ή τον πρίγκιπα Παύλο.
10. Οι κυβερνήσεις μετά την 1η Νοεμβρίου 1920 δεν προσπάθησαν να συνδιαλλαγούν με την αντίπαλη παράταξη προκειμένου να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή λαϊκή ενότητα ενώπιον των πολεμικών κινδύνων.
11. Οι κυβερνήσεις μετά την 1η Νοεμβρίου 1920 όχι μόνο συνέχισαν την στρατιωτική εμπλοκή στην Μικρά Ασία αλλά και την επέκτειναν με την κλήση και άλλων ηλικιών υπό τα όπλα και αναλαμβάνοντας παρακινδυνευμένες επιθετικές πρωτοβουλίες, οι οποίες δεν πέτυχαν κάποιο αποτέλεσμα θετικό για την ελληνική πλευρά.
12. Στις αρχές του 1922, όταν πλέον οι Γάλλοι, οι Αμερικάνοι, οι Ιταλοί αλλά και οι Σοβιετικοί έχουν αναγνωρίσει μέσω συνθηκών με τον πιο επίσημο τρόπο την κεμαλική κυβέρνηση και η Βρετανία προσπαθούσε να εξεύρει διαύλους επικοινωνίας μαζί της για να διασφαλίσει τα συμφέροντά της στην περιοχή Μεσοποταμίας, αντί να ληφθούν σύντονα μέτρα προετοιμασίας οργανωμένης οπισθοχώρησης στα όρια της συνθήκης των Σεβρών και έναρξης συνομιλιών απευθείας με τον Κεμάλ, η κυβέρνηση των Αθηνών και το γενικό επιτελείο αναλώθηκε στον σχεδιασμό αντιπερισπασμού στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος όμως ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένος μια και οι σύμμαχοι τα είχαν βρει σχεδόν με τον Κεμάλ και μια τέτοια ενέργεια θα τους χαλούσε τους σχεδιασμούς. Αυτό φάνηκε και με την επιβολή της ανακωχής των Μουδανιών, η οποία οδήγησε στην επιστροφή της στέρεα κατεχόμενης από τον ελληνικό στρατό Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία, ερήμην της Ελλάδος.
Αλλά τώρα ας προχωρήσουμε σε μια πραγματικά ενδιαφέρουσα υπόθεση εργασίας΅: Ο Βενιζέλος κερδίζει τις εκλογές με οριακή πλειοψηφία μερικών χιλιάδων ψήφων και σχηματίζει κυβέρνηση. Πρώτη του ενέργεια η προκήρυξη δημοψηφίσματος για την μορφή του πολιτεύματος. Οι συνθήκες και ο πολιτικός του εγωισμός δεν του επιτρέπουν οποιασδήποτε μορφής συνδιαλλαγή με τον Κωνσταντίνο και τους πρίγκιπες. Θέλει να τελειώνει μ’ αυτούς και να πετύχει την αποφασιστική νίκη του επί της δυναστείας. Δεν χωρούν και οι δύο στην Ελλάδα. Είναι προφανές πως έχει δύο επιλογές για την διεξαγωγή του: να διακινδυνεύσει μια έντιμη διεξαγωγή του, χωρίς κρατικές παρεμβάσεις με αβέβαιο όμως αποτέλεσμα ή να προχωρήσει σε ελεγχόμενη νόθευση του. Εάν επιλέξει το πρώτο υπάρχει περίπτωση οριακά να υπερισχύσει η βασιλευόμενη δημοκρατία, οπότε είναι υποχρεωμένος, μετά τα όσα συνέβησαν στο πρόσφατο παρελθόν να παραιτηθεί· εάν αποφασίσει το δεύτερο αμέσως γεννιέται το ερώτημα γιατί να προχωρήσει σε νοθεία τώρα και όχι στην διάρκεια των εκλογών, ώστε να αποφύγει οποιαδήποτε περιπέτεια. Τα δύο αυτά σενάρια έκβασης του δημοψηφίσματος μπορεί να οδηγήσουν κάποιους καχύποπτους στη σκέψη πως η ήττα της 1ης Νοεμβρίου 1920 δεν ήταν δυσάρεστη έκπληξη για τον Βενιζέλο, αλλά μάλλον μια εξέλιξη που δεν τον στεναχώρησε καθόλου. Δεν είναι έξω από τη σφαίρα του πιθανού ο μεγάλος πολιτικός να είχε αντιληφθεί το ασφυκτικό πλαίσιο που δημιουργούσε η επιβολή της συνθήκης των Σεβρών και αποφάσισε να μην επιδιώξει την με κάθε τρόπο εκλογική του επιτυχία. Εξάλλου η πολιτική που ακολούθησε απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους την περίοδο 1917-1920 έδειξε πως ήταν αποφασισμένος να κάνει τα πάντα για να επιτύχει στους σκοπούς του!
