ημερολόγιο το [imerolójio]  : 1. σύστημα για τη μέτρηση του χρόνου: Παλιό / νέο ~. Iουλιανό* / Γρηγοριανό* ~. Σεληνιακό ~. 2. έντυπο στο οποίο αναγράφονται με τη σειρά οι μέρες και οι μήνες του έτους· (πρβ. ατζέντα): ~ τοίχου. ~ τσέπης. Επιτραπέζιο ~. 3. η καθημερινή συνήθ. καταγραφή σημαντικών ή ασήμαντων γεγονότων και περιστατικών, στοχασμών, κρίσεων, καθώς και το αντίστοιχο σημειωματάριο.

Εκλογές 1ης Νοεμβρίου 1920: Μερικές σκέψεις

1.Μετά την συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας και την Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η κυβέρνηση Βενιζέλου διατήρησε με συνεχείς ανανεώσεις το ιδιότυπο καθεστώς έκτακτης ανάγκης [στρατιωτικός νόμος] και την ισχύ της Βουλής της 31ης Μαΐου 1915 με σειρά βασιλικών διαταγμάτων, αμφίβολης συνταγματικότητας, μέχρι  την 11η Σεπτεμβρίου 1920. 

Read more »